- τευτονικός
- η , ό[ν] ист. тевтонский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τευτονικός — ή, ό, Ν [Τεύτονες] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τεύτονες (α. «τευτονική γλώσσα» ονομασία τής γερμανικής γλώσσας κατά τον απώτατο Μεσαίωνα β. «τευτονικό τάγμα» το τρίτο κατά χρονολογική σειρά από τα μεγάλα μοναχικά ιπποτικά τάγματα που… … Dictionary of Greek
τευτονικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τεύτονες: Τευτονικές γλώσσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)